ἀγαθουργίας

ἀγαθουργίας
ἀγαθουργίᾱς , ἀγαθοεργία
good deed
fem acc pl
ἀγαθουργίᾱς , ἀγαθοεργία
good deed
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεισθέω — Α 1. τρέχω μέσα μαζί με κάποιον 2. συνδυάζομαι με κάτι, συνοδεύω κάτι («τῆς ἀγαθουργίας οἱ τρόποι τῇ τῆς φαυλότητος ἀνατροπῇ συνεισθέοντες», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσθέω «τρέχω μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”